-
1 διθύραμβος
1 dithyramb ταὶ Διωνύσου πόθεν ἐξέφανεν σὺν βοηλάτᾳ χάριτες διθυράμβῳ; (viz. ἐκ τῆς Κορίνθου) O. 13.19 πρὶν μὲν ἕρπε σχοινοτένειά τ' ἀοιδὰ διθυράμβων καὶ τὸ σὰν κίβδηλον ἀνθρώποισιν ἀπὸ στομάτων Δ. 2. 2. Herodian. 2. 626. 35. L., ὥσπερ διθύραμβον διθύραμβα παρὰ Πινδάρῳ fr. 86. test.,Σ O. 13.25
c. ἐν μὲν τοῖς ὑπορχήμασιν ἐν Νάξῳ φησὶν πρῶτον εὑρεθῆναι διθύραμβον, ἐν δὲ τῷ πρώτῳ τῶν διθυράμβων ἐν Θήβαις fr. 71. Herodian. 2. 375. 12. L., Πίνδαρος δέ φησι λυθίραμμον. καὶ γὰρ Ζεὺς τικτομένου αὐτοῦ (= τοῦ Διονύσου) ἐπεβόα· λῦθι ῥάμμα fr. 85. Philodem., de musica 4 p. 89. 10K. καὶ Πίνδαρον οὕτω νομίζειν, ὅτ' ἔφη θύσων πο[ιεῖς]θαι διθύραμβον fr. 86a cf. Kallim. fr. 494Pf. & test. -
2 ἀποχωρέω
2 abs., depart,πάλιν ἀ. E.IT 265
; withdraw, ἐπὶ τὰ ἀναγκαῖα v.l. in X.Cyr. 1.6.36; esp. after a defeat, retire, retreat, Th.2.89, etc.;πρὸς τὴν πόλιν X.HG4.4.11
;ἐπὶ τῆς Κορίνθου Th.2.94
.3ἀ.ἐκ τῶν πόλεων
.. withdraw from.., give up possession of,X.
HG5.2.13.b metaph., withdraw or dissent from opinions,δοξῶν Gal.15.356
, cf. Arr.Epict.4.1.53.4 turn out, succeed, Phld.Rh.1.105S.; of persons, κατὰ τρόπον ἀ. to be successful, ib.2.259S.5 have recourse, εἴς, ἐπί τι, D.25.78.37.21.II pass off, esp. of the excretions of the body, Hp.Judic.10, X.Cyr.1.2.16; excrements,Id.
Mem.1.4.6; excretion,Arist.
GA 725b15.III of places, to be distant,μέρη ἀποκεχωρηκότα Plb.15.27.8
; ἀ. ὡς πόδα to be a foot apart, Apollod.Poliorc.165.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποχωρέω
-
3 κρανίον
κρανίον, ου, τό (Hom. et al.; pap, LXX; ApcEsdr 5:24 p. 30, 28 Tdf.; Jos., Bell. 3, 245, Ant. 8, 390) skull κρανίου (epexegetic gen.) τόπος the place that is called (a) Skull as a transl. of Γολγοθᾶ (q.v.) Mt 27:33; Mk 15:22; J 19:17. Cp. Lk 23:33, where ‘Calvary’ of the KJV is not a NT place name, but the Lat. transl. of κ. (s. Goodsp., Probs. 89f). Schol. on Lucian 251, 20f Κρανίον• ἔστι τόπος ἐν Κορίνθῳ; Diog. L. 6, 77 ἐν τῷ Κρανείῳ τῷ πρὸ τῆς Κορίνθου γυμνασίῳ.—For other lit. s. on Γολγοθᾶ.—B. 213f. DELG. M-M. -
4 ἀπό
ἀπό, [dialect] Aeol., Thess., Arc., Cypr. [full] ἀπύ Sapph.44, cf. 78, Alc.33, Theoc.28.16,IG12(2).6.45 (Mytil.), ἀπυδόμεναι ib.9(2).594 ([place name] Larissa), 5(2).6 ([place name] Tegea), etc.:—Prep. usually with Gen. but v. infr. B. (Cf. Skt.A ápa, Lat. ab, Umbr. ap-ehtre 'ab extra', Goth. af, OE. af, cef, of, etc.) Orig. sense, from. [ ᾰπο?ἀπόX: where ἀπο ¯ is found in [dialect] Ep. before v or liquids (asἀπὸ ἕθεν Il.6.62
,ἀπὸ νευρῆς 11.664
, Hes. Sc. 409) ἀπαί was sometimes written in later texts, cf. Eust. 625.11:— [pron. full] ᾱ metri gr. in [dialect] Ep. compds., such as ἀπονέεσθαι.]I OF PLACE, the earliest, and in Hom. the prevailing sense:1 of Motion, from, away from,ἐσσεύοντο νεῶν ἄπο καὶ κλισιάων Il.2.208
; pleonastic, ἀ. Τροίηθεν ib.24.492;ἀπ' οὐρανόθεν 8.365
(later with Advbs.,ἀπὸ ἔμπροσθεν LXX Ec.1.10
, etc.); strengthd.,ἐκτὸς ἀ. κλισιης Il.10.151
; also ἀπ' αἰῶνος νέος ὤλεο, implying departure from life, ib.24.725; opp. ἐξ, of relatively superficial motion,λαμβάνομεν οὔτε ἐκ τῆς γῆς οὐδέν, οὔτ' ἀπὸ τῶν οἰκιῶν X.Mem.2.7.2
; similarly of the cause or ground,ἐξ ὧν προηγώνισθε καὶ ἀφ' ὧν εἰκάζω Th.4.126
:— freq. of warriors fighting from chariots, etc.,οἱ μὲν ἀφ' ἵππων, οἱ δ' ἀ. νηῶν.. μάχοντο Il.15.386
;ἀφ' ἵππων μάρνασθαι Od.9.49
; soἡ μάχη ἦν ἀφ' ἵππων Hdt.1.79
; λαμπὰς ἔσται ἀφ' ἵππων on horseback, Pl.R. 328a;ἀφ' ἵππου θηρεύειν X.An.1.2.7
;ἀ. νεῶν πεζομαχεῖν Th. 7.62
;ἐν ταῖς ναυσὶν αἰρόμενος τοὺς ἱστοὺς ἀ. τούτων ἐσκοπεῖτο X.HG 6.2.29
; ὀμμάτων ἄπο.. κατέσταζον γένυν, of tears, E.Hec. 240: joined withἐκ, ἐκ Κορίνθου ἀ. τοῦ στρατοπέδου Pl.Tht. 142a
.2 of Position, away from, far from,μένων ἀ. ἧς ἀλόχοιο Il.2.292
(cf. ἀπ' ἀνδρὸς εἶναι to live apart from a man or husband, Plu.CG4);κεκρυμμένος ἀπ' ἄλλων Od.23.110
;μοῦνος ἀπ' ἄλλων h.Merc. 193
; ἀπ' ὀφθαλμῶν, ἀπ' οὔατος, far from sight or hearing, Il.23.53, 18.272, cf. 22.454;ἀ. θαλάσσης ᾠκίσθησαν Th.1.7
, cf. 46;αὐλίζεσθαι ἀ. τῶν ὅπλων Id.6.64
;ἀπ' οἴκου εἶναι Id.1.99
; σπεύδειν ἀ. ῥυτῆρος far from, i.e. without using the rein, S.OC 900; in Hom. freq. strengthd., τῆλε ἀ..., νόσφιν ἀ..., Il.23.880, 5.322; in measurement of distances,ὅσον ιέ στάδια ἀ. Φυλῆς X.HG2.4.4
, etc.; but later the numeral followsἀ., πηγὰς ἔχων ἀ. μ σταδίων τῆς θαλάσσης D.S.4.56
;ἀ. σταδίων κ τῆς πόλεως Plu.Phil.4
; κατεστρατοπέδευσεν ἀ. ν σταδίων fifty stades away, Id.Oth.11, cf. D.Chr.17.17.3 of the mind, ἀ. θυμοῦ away from, i. e. alien from, my heart, Il.1.562;ἀ. δόξης 10.324
;οὐ.. ἀ. σκοποῦ οὐδ' ἀ. δόξης Od.11.344
;ἀ. τοῦ ἀνθρωπείου τρόπου Th.1.76
; οὐδὲν ἀ. τρόπου not without reason, Pl.R. 470b; οὐκ ἀ. σκοποῦ, καιροῦ, Id.Tht. 179c, 187e;οὐκ ἀ. γνώμης S. Tr. 389
;οὐκ ἀ. τοῦ πράγματος D.24.6
;μάλα πολλὸν ἀπ' ἐλπίδος ἔπλετο A.R.2.863
.4 in pregnant sense, with Verbs of rest, previous motion being implied (cf. ἐκ), ἀνὰ δ' ἐβόασεν.. ἀ. πέτρας σταθείς E.Tr. 523
; ἀ.τῆς ἐμῆς κεφαλῆς τὴν [ἐκείνου] κεφαλὴν ἀναδήσω, i. e. taking the chaplet off my head, and placing it on his, Pl.Smp. 212e: with Verbs of hanging, where ἐκ is more common,ἁψαμένη βρόχον ἀ. μελάθρου Od.11.278
.5 with the Article, where the sense of motion often disappears, οἱ ἀ. τῶν οἰκιῶν φεύγουσιν, i.e. οἱ ἐν ταῖς οἰκίαις φεύγουσιν ἀπ' αὐτῶν, X.Cyr.7.5.23; οἱ ἀ. τῶν πύργων.. ἐπαρήξουσι ib.6.4.18;αἴρειν τὰ ἀ. τῆς γῆς Pl.Cra. 410b
; αἱ ἵπποι αἱ ἀ. τοῦ ἅρματος v.l. in Hdt.4.8;ὁ Ἀθηναῖος ὁ ἀ. τοῦ στρατεύματος X.An.7.2.19
;τὸν ἀ. γραμμᾶς κινεῖ λίθον Theoc.6.18
.6 partitive, λαχὼν ἀ. ληΐδος αἶσαν part taken from the booty, a share of it, Od.5.40;αἴρεσθαι ἀ. τῶν καλπίδων Ar. Lys. 539
;ἀ. ἑκατὸν καὶ εἴκοσι παίδων εἷς μοῦνος Hdt.6.27
;ὀλίγοι ἀ. πολλῶν Th.7.87
, cf. A.Pers. 1023.7 Math., of figures described upon a base,κῶνον ἀναγράφειν ἀ. κύκλου Archim.Sph.Cyl.1.19
, etc.; τὸ ἀ. τῆς AB τετράγωνον the square on AB, Euc.1.47, cf. 48; εἴδεα ἀ. .. Archim.Spir.10,11.9 from being, instead of,ἀθανάταν ἀ. θνατᾶς.. ἐποίησας Βερενίκαν Theoc.15.106
.10 privative, free from, without,ἀ. πάσης ἀκαθαρσίας PLips.16.19
(ii A. D.);ἀ. ζημίας PTeb420.4
(iii A. D.).II OF TIME, from, after, Hom. only in Il.8.54 ἀ. δείπνου θωρήσσοντο rising up from, i.e. after, cf. Hdt.1.133; ἀ. δείπνου εἶναι or γενέσθαι, Id.1.126, 2.78, 5.18, al.;ἀ. τοῦ σιτίου πίνειν Hp.Salubr.5
;ἀ. τῶν σίτων διαπονεῖσθαι X.Lac. 5.8
; in narrative, τὸ ἀ. τούτου or το̄δε, from this point onwards, Hdt.1.4,2.99;ἀ. τούτου τοῦ χρόνου Id.1.82
, X.An.7.5.8;τὸ ἀπ' ἐκείνου Luc.Tox.25
;ἡμέρῃ δεκάτῃ ἀφ' ἧς.. Hdt.3.14
, etc.;δευτέρῃ ἡμέρῃ ἀ. τῆς ἐμπρήσιος Id.8.55
, cf. X.An.1.7.18, etc.;ἀφ' οὗ χρόνου Id.Cyr. 1.2.13
; more often ἀπ' or ἀφ' οὗ, Hdt.2.44, Th.1.18, etc.; ;ἀφ' ἧς Plu.Pel.15
; εὐθὺς ἀ. παλαιοῦ, ἀ. τοῦ πάνυ ἀρχαίου, of olden time, Th.1.2,2.15;ἀπ' ἀρχᾶς Pi.P.8.25
, etc.;ἀ. γενεᾶς X. Cyr.1.2.8
; ἀφ' ἑσπέρας from the beginning of evening, i.e. at eventide, Th.7.29; ἀ. πρώτου ὕπνου ib.43;ἀ. μέσων νυκτῶν Ar.V. 218
; ἀπ' ἀγροῦ fresh from field-work, Ev.Marc.15.21, cf. 7.4;ἀ. νουμηνίας X.An.5.6.23
; χρονίζειν ἀ. τοῦ καιροῦ tarry beyond the time, LXX2 Ki. 20.5; ἀ. τέλους ἐννέα μηνῶν at the end of.., ib.24.8;γενόμενος ἀ. τῆς ἀρχῆς Plu.Caes.5
: hence ἀ. ἀγωνοθετῶν an εχ-ἀγωνοθέτης, IG3.398;ἀ. λογιστῶν POxy.1103.3
(iv A. D.); οἱ ἀ. ὑπατείας, = consulares, Hdn.7.1.9, etc.; but ἀ. τινος the freedman of.., IG5(2).50.59(Tegea, ii A. D.), cf.ib.5(1).1391 ([place name] Andania), 1473.III OF ORIGIN, CAUSE, etc.:1 of that from which one is born, οὐ γὰρ ἀ. δρυός ἐσσι οὐδ' ἀ. πέτρης not sprung from oak or rock, Od.19.163;γίγνονται δ' ἄρα ταί γ' ἔκ τε κρηνέων ἀ. τ' ἀλσέων 10.350
, cf. S.OT 415, OC 571, etc.: sts. ἀπό denotes remote, and ἐκ immediate, descent,τοὺς μὲν ἀ. θεῶν, τοὺς δ' ἐξ αὐτῶν τῶν θεῶν γεγονότας Isoc.12.81
, cf. Hdt.7.150;πέμπτη ἀπ' αὐτοῦ γέννα A.Pr. 853
; τρίτος ἀ. Διός third in descent from Zeus, Pl.R. 391c; οἱ ἀ. γένους τινός his descendants, Plu. Them.32;Περσέως ἀφ' αἵματος E.Alc. 509
: of the place one springs from,ἵπποι.. ποταμοῦ ἄπο Σελλήεντος Il.2.839
. cf. 849;Ἡρακλεῖδαι οἱ ἀ. Σπάρτης Hdt.8.114
, cf. Th.1.89, etc.;τοὺς ἀ. Φρυγίας X.Cyr.2.1.5
, etc.:hence,b metaph. of things,Χαρίτων ἄπο κάλλος ἔχουσαι Od.6.18
; θεῶν ἄπο μήδεα εἰδώς ib.12;γάλα ἀ. βοός A.Pers. 611
;μῆνις ἀφ' ἡμῶν Id.Eu. 314
;ἡ ἀφ' ὑμῶν τιμωρία Th.1.69
; ὁ ἀ. τῶν πολεμίων φόβος fear inspired by the enemy, X.Cyr.3.3.53.c of persons, οἱ ἀ. τῆς χώρας, τῆς πόλεως, country folk, townsfolk, Plb.2.6.8, 5.70.8; and so of connexion with the founder or leader of a sect,οἱ ἀ. Πυθαγόρου Luc.Herm.14
;οἱ ἀ. Πλάτωνος Plu.Brut.2
; οἱ ἀ. τοῦ περιπάτου, ἀ. τῆς Στοᾶς, etc., Luc.Cont. 6; generally οἱ ἀ. φιλοσοφίας καὶ λόγων philosophers and learned men, ibid.; οἱ ἀ. σκηνῆς καὶ θεάτρου stage players, Plu.Sull.2;οἱ ἀ. τῆς βουλῆς Id.Caes.10
, etc.; ὁ ἀφ' ἑστίας παῖς, v. ἑστία; ἀπ' ἐξωμίδος with only an ἐξωμίς, S.E.P.1.153.2 of the material from or of which a thing is made,εἵματα ἀ. ξύλου πεποιημένα Hdt.7.65
;ἀπ' ὄμφακος τεύχειν οἶνον A.Ag. 970
, cf. S.Tr. 704;ὅσσα ἀ. γλυκερῶ μέλιτος Theoc.15.117
;ἔνδυμα ἀ. τριχῶν καμήλου Ev.Matt.3.4
: hence στέφανος ἀ. ταλάντων ἑξήκοντα of or weighing 60 talents, Decr. ap. D. 18.92, cf. Plb.24.1.7, IG2.555.10, al.: hence of value,θύεν αἶγα ἀ. δραχμᾶν εἴκοσι GDI3707
([place name] Cos);κρᾶσις ἀ. τε τῆς ἡδονῆς συγκεκραμένη καὶ ἀ. τῆς λύπης Pl.Phd. 59a
; so, by an extension of this use, εἰδεχθής τις ἀ. τοῦ προσώπου ugly of countenance, Thphr.Char.28.4;θῆλυν ἀ. χροιῆς Theoc.16.49
;σεμνὸς ἀ. τοῦ σχήματος Luc.DMort.10.8
.3 of the instrument from or by which a thing is done, τοὺς.. πέφνεν ἀπ' ἀργυρέοιο βιοῖο by arrow shot from silver bow, Il.24.605; ;ἐμῆς ἀπὸ χειρός 10.371
, 11.675; soἀ. χειρὸς ἐργάζεσθαι μεγάλα Luc.Hist.Conscr.29
; γυμνάζεσθαι ἀ. σκελῶν, χειρῶν, τραχήλου, X.Lac.5.9;μάχεσθαι ἀ. ἄκοντος Str.17.3.7
;ἡ ἀ. τοῦ ξίφους μάχη D.S.5.29
;βάπτειν τὸν δάκτυλον ἀ. τοῦ αἵματος LXX Le.4.7
.4 of the person from whom an act comes, i.e. by whom it is done,οὐδὲν μέγα ἔργον ἀπ' αὐτοῦ ἐγένετο Hdt.1.14
;ζήτησιν ἀ. σφέων γενέσθαι Id.2.54
; , cf. 6.61;ἀ. τινος ὄνασθαι Pl.R. 528a
, etc.; so τἀπ' ἐμοῦ, τἀπὸ σοῦ, E.Tr.74, S.OC 1628;τὰ ἀ. τῶν Ἀθηναίων Th.1.127
; in later Greek freq. of the direct agent, Plb.1.34.8, Str.5.4.12, D.H.9.12, Ev.Luc.9.22, J.AJ20.8.10, etc.; in codd. this may sts. be due to confusion with ὑπό, but cf. PMag.Par.1.256, BGU 1185.26(Aug.), SIG820.8(Ephesus, i A. D.), etc.5 of the source from which life, power, etc., are sustained,ζῆν ἀπ' ὕλης ἀγρίης Hdt.1.203
; ἀ. κτήνεων καὶ ἰχθύων ib. 216;ἀ. πολέμου Id.5.6
;ἀπ' ἐλαχίστων χρημάτων X.Mem.1.2.14
;ἀ. τῆς ἀγορᾶς Id.An.6.1.1
;τρέφειν τὸ ναυτικὸν ἀ. τῶν νήσων Id.HG4.8.9
, cf. Th.1.99;ἀ. τῶν κοινῶν πλουτεῖν Ar.Pl. 569
, cf. D.24.124;ἀ. μικρῶν εὔνους.. γεγένησαι Ar.Eq. 788
, cf. D.18.102; quaestum corpore facere,Plu.
Tim.14.6 of the cause, means, or occasion from, by, or because of which a thing is done,ἀ. τούτου κριοπρόσωπον τὤγαλμα τοῦ Διὸς ποιεῦσι Hdt.2.42
; ἀ. τινος ἐπαινεῖσθαι, θαυμάζεσθαι, ὠφελεῖσθαι, Th.2.25,6.12, X.Cyr.1.1.2;ἀ. τῶν ξυμφορῶν διαβάλλεσθαι Th.5.17
;τὴν ἐπωνυμίαν ἔχειν ἀ. τινος Id.1.46
;ἀ. λῃστείας τὸν βίον ἔχειν X.An. 7.7.9
;ἀπ' αὐτῶν τῶν ἔργων κρίνειν D.2.27
; ἀ. τοῦ πάθους in consequence of.., Th.4.30;βλάπτειν τινὰ ἀ. τινος Id.7.29
;κατασκευάσαντα τὸ πλοῖον ἀφ' ὧν ὑπελάμβανε σωθήσεσθαι D.18.194
; τρόπαιον ἀ. τινος εἱστήκει on occasion of his defeat, Id.19.320; τλήμων οὖσ' ἀπ' εὐτόλμου , cf. 1643; ἀ. δικαιοσύνης by reason of it (v. l. for ὑπό), Hdt.7.164; ἀ. τῶν αὐτῶν λημμάτων on the same scale of profits, D.3.34, etc.; for ὅσον ἀ. βοῆς ἕνεκα, v. ἕνεκα: hence in half adverbial usages, ἀ. σπουδῆς in earnest, eagerly, Il.7.359; ἀ. τοῦἴσου, ἀ. τῆς ἴσης, or ἀπ' ἴσης, equally, Th.1.99,15, D.14.6, etc.;ἀπ' ὀρθῆς καὶ δικαίας τῆς ψυχῆς Id.18.298
;ἀ. ἀντιπάλου παρασκευῆς Th.1.91
; ἀ. τοῦ προφανοῦς openly, ib.35; ἀ. τοῦ εὐθέος straightforwardly, Id.3.43; ἀ. τοῦ αὐτομάτου of free-will, Pl.Prt. 323c; ἀ. γλώσσης by word of mouth, Hdt.1.123 (but also, from hearsay, A.Ag. 813);ἀ. στόματος Pl.Tht. 142d
; ἀπ' ὄψεως at sight, Lys.16.19; ἀ. χειρὸς λογίζεσθαι on your fingers, Ar.V. 656; ; ὀμμάτων ἄπο in the public gaze, E.Med. 216;ἀ. τοῦ κυάμου ἄρχοντας καθίστασθαι X.Mem.1.2.9
;ἡ βουλὴ ἡ ἀ. τοῦ κυάμου Th.8.66
, cf. IG1.9;τοὺς ἀ. τοῦ κυάμου δισχιλίους ἄνδρας Arist.Ath.24.3
; τριηράρχους αἱρεῖσθαι ἀ. τῆς οὐσίας Decr. ap. D.18.106; ἀφ' ἑαυτοῦ from oneself, on one's own account, Th.8.6, etc.;ἀφ' ἑαυτοῦ γνώμης Id.4.68
; ἀ. συνθήματος, ἀ. παραγγέλματος, by agreement, by word of command, Hdt.5.74, Th.8.99; ἀ. σάλπιγγος by sound of trumpet, X.Eq.Mag.3.12 (s.v.l.); ἐπίτροπος ἀ. τῶν λόγων, = Lat. procurator a rationibus, Ann.Epigr..1913.143a (Ephesus, ii A. D.).7 of the object spoken of, τὰ ἀ. τῆς νήσου οἰκότα ἐστί the things told from or of the island.., Hdt.4.195, cf. 54, 7.195;νόμος κείμενος ἀ. τῶν τεχνῶν Ar.Ra. 762
.B in Arc., Cypr., ἀπύ takes dat., ἀπὺ τᾷ [ἁμέρᾳ] IG5(2).6 ([place name] Tegea);ἀπὺ τᾷ ζᾷ Inscr.Cypr.135.8
H. ([place name] Idalion).2 in later Greek ἀπό is found c. acc., PLond.1.124.30 (iv/v A. D.).C in Hom. frequent with Verbs in tmesi, as Il.5.214, etc., and sts. in Prose, as Hdt.8.89.D IN COMPOS.:1 asunder, as ἀποκόπτω, ἀπολύω, ἀποτέμνω: and hence, away, off, as ἀποβάλλω, ἀποβαίνω; denoting, remoual of an accusation, as ἀπολογέομαι, ἀποψηφίζομαι.2 finishing off, completing, ἀπεργάζομαι, ἀπανδρόω, ἀπανθρωπίζω, ἀπογλαυκόω.3 ceasing from, leaving off, as ἀπαλγέω, ἀποκηδεύω, ἀπολοφύρομαι, ἀποζέω, ἀπανθίζω, ἀφυβρίζω.4 back again, as ἀποδίδωμι, ἀπολαμβάνω, ἀπόπλους: also, in full, or what is one's own, as ἀπέχω, ἀπολαμβάνω: freq. it only strengthens the sense of the simple.5 by way of abuse, as in ἀποκαλέω.6 almost = ἀ- priv.; sts. with Verbs, as ἀπαυδάω, ἀπαγορεύω; more freq. with Adjectives, as ἀποχρήματος, ἀπότιμος, ἀπόσιτος, ἀπόφονος.E ἄπο, by anastrophe for ἀπό, when it follows its Noun, asὀμμάτων ἄπο S.El. 1231
, etc.; never in Prose. -
5 πύλη
A one wing of a pair of double gates,ὀλίγον τι παρακλίναντες τὴν ἑτέρην π. Hdt.3.156
: mostly in pl., gates of a town (whereas θύρα = house-door),Σκαιαὶ π. Il.3.145
, etc.;π. εὖ ἀραρυίας 7.339
;πύκα στιβαρῶς ἀραρυίας 12.454
;πεπταμένας ἐν χερσὶ π. ἔχετε 21.531
; ἄνεσάν τε π. καὶ ἀπῶσαν ὀχῆας ib. 537;π. ἀνοῖξαι A.Ag. 604
;π. κλῇσαι Pl.R. 560c
(the Art. is freq. omitted even in Prose): pl. of several gates, A.Th. 125; ἐν πύλαις in or at the gates, ib. 160, 213 (both lyr.), al.; πρὸς πύλαις ib. 377, 457;ἐπὶ ταῖς πύλαισιν, οὗ τὸ τάριχος ὤνιον Ar.Eq. 1247
.2 in Trag. sts. of the house-door,δωμάτων πύλαι A.Ch. 732
, cf. 561; γυναικείους π. gate or door leading to the women's apartments, ib. 878; ;ἐκτὸς αὐλείων πυλῶν Id.Ant.18
: also in sg., ib. 1186, El. 818; of the door of a tent, Id.Aj.11;πύλης ἄναξ θυρωρέ Id.Fr. 775
.3 πύλαι Ἀΐδαο the gates of the nether world, periphr.for hell, Il.5.646,9.312, Od.14.156;Ἅιδου πύλαι A.Ag. 1291
, cf. Ev.Matt.16.18, etc.; alsoσκότου πύλαι E.Hec.1
;νερτέρων π. Id.Hipp. 1447
.4 custom-house, PTeb.5.34 (ii B.C.); τετελώνηται διὰ πύλης has paid the customs, BGU 1592(iii A.D.), etc.;τὸ σύμβολον τῆς ἱερᾶς Συηνιτικῆς π. PStrassb.79.10
(i B.C.);μισθωταὶ ἱερᾶς π. Σοήνης Ostr. 106
(ii A.D.), al., cf. Ostr.Bodl.v C 1 (ii A.D.),II generally, entrance, orifice,ἀμφὶ πύλας ἰσθμοῖο Emp.100.19
;ἀναπεπταμένας ἔχω τῶν ὤτων τὰς π. Ath.4.169a
;πύλας τοῖς ὠσὶν ἐπίθεσθε Pl.Smp. 218b
; ἡλίου πύλαι, Pythag. name for the eyes, D.L.8.29; portal fissure of the liver,π. καὶ δοχαὶ χολῆς E.El. 828
, cf. Hp.Epid. 2.4.1, Anat.1, Pl.Ti. 71c, Arist.HA 496b32, Gal.15.145; portal vein of the liver, Ruf.Onom. 179, Gal.2.785,5.542.b pl., of the carceres in the circus, Aristid.1.124J.c metaph.,πύλας ὕμνων ἀναπιτνάμεν Pi.O.6.27
;ἐπέων π. B.Fr.4
;ἐν πύλαις γήρως D.C.57.24
, cf. 76.7.2 entrance into a country through mountains, pass, Hdt.5.52: hence, Πύλαι, αἱ, the common name for Θερμοπύλαι, the Gates of Greece, Id.7.201, etc.: of other passes,π. τῆς Κιλικίας καὶ τῆς Συρίας X.An.1.4.4
; αἱ Σύριαι π. ib.5; αἱ Κάσπιαι π. Str.11.12.1;π. Λύδιαι Id.13.1.65
; Ἀμανίδες π. Id.14.5.18, 16.2.8 (αἱ Ἀμανικαὶ καλούμεναι Arr.An.2.7.1
): these passes were sometimes really barred by gates, Hdt.7.176, cf. 3.117, 5.52, X. l.c.: the Isthmus is called πόντοιο πύλαι, Pi.N.10.27;Κορίνθου π. Id.O.9.86
;αἱ π. τῆς Πελοποννήσου X.Ages.2.17
; Πέλοπος νάσου θεόδματοι π. B.p.437 J.3 of narrow straits, by which one enters a broad sea, Πύλαι Γαδειρίδες the Straits of Gibraltar, Pi.Fr. 256; ἐπ' αὐταῖς στενοπόροις λίμνης π., of the Thracian Bosporus, A.Pr. 729; ἐν πύλαις, of the Euripus, E.IA 803. -
6 τέρμα
A end, boundary, chiefly poet.:I goal round which horses and chariots had to turn at races,περὶ τέρμαθ' ἑλισσέμεν Il.23.309
; περὶ τ. βαλούσας, εὖ σχεθέειν περὶ τέρμα, ib. 462, 466; τέρματα θεῖναι or σημῆναι, ib. 333, 358;ἔστασεν ἐν τέρμασιν ἀγῶνος Pi.P. 9.114
; τ. δωδεκάγναμπτον, i.e. doubled twelve times, Id.O.3.33; δρόμου τέρματα dub. l. in S.El. 686; ἐξωτέρω ἀποκάμπτειν τοῦ τ. Arist. Rh. 1409b23.II generally, end, limit,δολιχῆς τ. κελεύθου Id.Pr. 286
(anap.), cf. 706, 823; ποῦ τὸ τ. τῆς φυγῆς; Id.Eu. 422: pl.,ὁδοῦ τέρματα Thgn.1166
; ἐπὶ τέρμασι τοῖσι ἐκείνης (sc. τῆς Εὐρώπης) Hdt.7.54; συνάγουσι τὰ τέρματα (oftwo rivers) they contract their bounds, i.e. draw together and so contract the space between them, Id.4.52: metaph., πλούτου τέρμα a limit to wealth, Thgn. 227.2 end, in point of time or distance, ἐπὶ τέρμ' ἀφίκετο reached the limit, was at the end, S.Aj.48; Ἑρμῆς σφ' ἄγει.. πρὸς αὐτὸτ. Id.El. 1397 (lyr.); βιότουτ. the term or end of life, death, Simon. 85.13; τ. βίου or τοῦ βίου, A.Fr. 362, S.OT 1530 (troch.), E.Alc. 643; γήρως ἐσχάτοις πρὸς τ. Id.Andr. 1081; τ. μόχθων, πόνων, ἄθλου, A.Pr. 100 (anap.), 186 (lyr.), 259;Σισύφου πέτρος ἀνήνυτος, οὗ τὰ τέρματα αὖθις ἄρχει πόνων Pl.Ax. 371e
; ἐπὶ τέρματι at last, A.Eu. 633: also τέρμα abs., like τέλος, Ps.-Phoc.138.3 culmination, highest point, goal, τ. ἀέθλων prize, Pi.I.4(3).85(67); (lyr.);πρὸς τέρμασιν ὥρας Ar.Av. 705
;τέρματα νίκης Archestr. Fr.34.10
;τ. τέχνης Parrhas. 2
; ὑγιείας ἀκόρεστον τ. the bounds of health are insatiable, A.Ag. 1002 (lyr.);ἀγχόνης τέρματα Id.Eu. 746
; θανάτου τ. E.Hipp. 140 (lyr.).4 highest power, supremacy, τ. Κορίνθου ἔχειν to be sovereign of Corinth, Simon.112;θεοὶ.. πάντων τέρμ' ἔχοντες E.Supp. 617
(lyr.); σωτηρίας γὰρ τέρμ' ἔχεις ἡμῖν μόνη you are the arbiter.., Id.Or. 1343; τ. τῆς σωτηρίας final pledge.., S.OC 725;δαίμονες οἳ φιλίης τέρματ'.. ἔχετε AP12.170
(Diosc.). (Cf. τέρμων, τέρθρον, Skt. tárati, tiráti 'cross, win through, overcome', Lat. terminus, trans, in-trare.) -
7 κατεπείγω
2 press hard, οἱ χρῆσται κατήπειγον αὐτόν his creditors were pressing him hard, D.33.6, cf. Th.1.61; κατεπείγει ὕδωρ ῥέον the ebbing water (of the clepsydra) urges him on, Pl.Tht. 172e;ἡ φιλοτιμία κατήπειγεν αὐτόν Id.Ep. 338e
: c. acc. et inf.,οὐδὲν ἡμᾶς ἐστὶ τὸ κατεπεῖγον τὸ μὴ.. σκοπεῖν Id.Lg. 781e
;οὐδὲν ὑμᾶς κ. ἀκοῦσαι D.24.18
;τὸ -επεῖγον πράττειν X.Mem.2.1.2
;τὰ ἀναλώματα τὰ -επείγοντα PFlor.161.5
(iii A.D.); τὸ κ. alone, the urgent symptom, Gal.17(2).426;οὔτε τι κωλύει οὔτε -επείγει Hp.Fract.14
;τὰ μάλιστα -επείγοντα Isoc.8.132
, cf. Plb.1.66.6; τῶν ἐν ἐκείνῳ μὲν τῷ χρόνῳ πραχθέντων, ῥηθῆναι δὲ νῦν οὐ -επειγόντων not urgently requiring mention, Isoc.12.192;τῆς ὥρας -επειγούσης Plb.3.99.9
;θόρυβος φόβος μετὰ φωνῆς -επείγων Stoic.3.98
:—[voice] Pass., to be pressed, Hyp.(?)Oxy.1607.43, Phld.Rh.1.138 S.;περί τινος PCair.Zen. 530
(iii B.C.).II intr., hasten, make haste,ἕπου κατεπείγων Ar.Ec. 293
: c. inf., Βοιωτοὶ οὐδέν τι κατήπειγον ξυνάψαι were in no haste, X.HG4.2.18; οὐδέν κω κατεπείγων αὐτὸς ἥκειν prob. in Hdt.8.126.III [voice] Med., hasten,ἐκ Κορίνθου Ἀθήναζε Alciphr.3.51
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατεπείγω
-
8 μυχός
μῠχός, ὁ, heterocl. pl.A , D.P.117, 128, etc.:— innermost part, nook, corner,μυχῷ δόμου ὑψηλοῖο Il.22.440
;μ. σπείους γλαφυροῖο Od.5.226
;μ. ἄντρου θεσπεσίοιο 13.363
; μυχῷ Ἄργεος in a recess or in the farthest nook of Argos-land, of Mycenae, 3.263; of Ephyre, Il.6.152, cf. Pi.N.6.26;Τάρταρά τ' ἠερόεντα μυχῷ χθονός Hes.Th. 119
; τῆλε μυχῷ νήσων ἱεράων ib. 1015;ἐν μυχῷ τῆς θήκης Hdt.3.16
;μ. μαντεῖος Pi.P.5.68
;κελαινὸς Ἄϊδος μ. γᾶς A.Pr. 433
(lyr.): in pl.,Κορίνθου ἐν μυχοῖς Pi.N.10.42
; μυχοὶ χθονός or γῆς the infernal realms, E.Supp. 926, Tr. 952, etc.;μαντικοὶ μυχοί A.Eu. 180
; διὰ μυχῶν βλέπουσ' ἀεὶ ψυχή a soul that sees in darkness, i.e. is full of deceit, S.Ph. 1013.2 inmost part of a house,ἐς μυχὸν ἐξ οὐδοῖο Od.7.96
;μυχοῦ ἄφερκτος A.Ch. 446
(lyr.; nisi leg. μυχῷ); τὸ φάρμακον.. ἐν μυχοῖς σῴζειν S.Tr. 686
; οὐ γὰρ ἐν μ. ἔτι no longer hidden within the house (for the doors were thrown open, cf. Sch.), Id.Ant. 1293, cf. E.Tr. 299.c granary, Tab.Heracl.1.139.3 creek running far inland, Hdt.2.11, 4.21;ἐς μυχοὺς ἁλός Pi.P.6.12
; πόντιος μ., i.e. the Adriatic, A.Pr. 839;ἐν τῷ κοίλῳ καὶ μ. τοῦ λιμένος Th.7.52
;ἐν τοῖς ἄγκεσι καὶ μ. τῶν ὀρέων X.An.4.1.7
;ἐν τῷ μ. τοῦ Ἀδρίου Arist.Mir. 836a24
. -
9 ὠνέομαι
A , Ar.Ach. 815, Pax 1261, Lys.22.22, [dialect] Dor. ὠνασοῦμαι (v. infr.):—in [dialect] Att. usu. with the syllabic augment,ἐωνούμην Eup.184
, And.1.134,ἀντ-εωνεῖτο X. Oec.20.26
, etc.: butὠνέετο Hdt.3.139
,ὠνέοντο Id.1.69
,ὠνούμην Lys. 7.4
codd.,ἀντ-ωνεῖτο And.1.134
,ἐξ-ωνεῖτο Aeschin.3.91
: [tense] aor. 1ἐωνησάμην Plu.Cic.3
;ὠνησάμην Hp.Ep.17
, Plu.Nic.10, Luc.Herm.81; part.ὠνησάμενος Plb.4.50.3
, D.H.7.20: ὠνήσασθαι not in Attic inscrr. earlier than IG22.1035.8 (i B. C.), ἐπριάμην being used in [dialect] Att.; ὠνησάμην in the prov.Χῖος δεσπότην ὠνήσατο Eup.269
: [tense] pf. ἐώνημαι in act. sense, Ar.Pl.7, Lys.7.2 (so [tense] plpf.ἐώνητο D.37.5
); also as [voice] Pass. (v. infr. 11): [tense] aor. in pass. sense (v. infr. 11) ἐωνήθην; [tense] fut. in pass. senseἀπ-ωνηθήσεται Theopomp.Com.84
: this verb is usu. replaced in later Gr. by ἀγοράζω:—buy, purchase, opp.πωλέω, πιπράσκω; πῶ τις ὦν ὄνον ὠνασεῖται; Sophr.125
; but in [tense] pres. and [tense] impf. (which are the tenses most in use), offer to buy, bargain or bid for a thing,ὄφρ' ἄλλων ὠνῇ κλῆρον Hes.Op. 341
; ὠνέεσθαι τῶν φορτίων wished to buy some of their wares, began to bargain for them, Hdt. 1.1; Κροῖσός σφι ὠνεομένοισι ἔδωκε gave it them when they offered to buy, ib.69; τὰς νήσους οὐκ ἐβούλοντο ὠνευμένοισι πωλέειν ib. 165, cf. 3.139, 6.121; ὀκτὼ λάβοις ἄν (sc. ὀβολούς); Answ. εἴπερ ὠνεῖ τὸν ἕτερον if you are willing to buy the other fish, Alex.16.10, cf. 78.7; ;ὠ. τὰς γυναῖκας παρὰ τῶν γονέων Hdt.5.6
, cf. Pl.Prt. 313d, 313e, D.9.48;ἀπό τινος Ach.Tat. 5.17
: c. dat. pers., buy from.., Ar.Ach. 815, Pax 1261; also ὠ. ἐκ Κορίνθου buy goods from Corinth, X.HG7.2.17:ὠ. ἐξ ἀγορᾶς Id.An. 3.2.21
; metaph., καιρόν, σπονδάς ὠ., Plu.Sert.6, Hdn.6.7.9;ὠ. μὴ ἀδικεῖσθαι τοὺς ἐμπόρους D.8.25
; c. gen. pretii, buy for so much, Hdt. 5.6, cf. E.Hec. 360, X.An.7.6.24; ψυχῆς at the price of life, Heraclit. 85: also c. dat., buy with.., : abs., X.Mem.2.10.4, Ages.1.18: esp. in partic., by purchase,Id.
An.2.3.27, cf. 5.5.14, etc.; also ὁ ὠνούμενος the buyer, purchaser,ὁρῶντος τοῦ ὠνουμένου Id.Eq.3.2
, cf. Plu. Cat.Mi.36; ὁ ἐωνημένος the owner by purchase (of a slave), Ar.Pl.7;ὁ ὠνησάμενος Plu.2.242d
; ὁ ὠνησόμενος the intending purchaser, Din. 3.10: metaph.,χάριτας πονηρὰς ὠ. E.Hel. 902
;ὅσα ἄνθρωποι ἄθλων ὠνοῦνται X.Hier.9.11
;εὔνοιαν παρά τινος D.12.20
;ὠ. τὰς αὑτῶν ψυχὰς παρὰ τῶν ἐχθρῶν Lys.28.9
:—in A.Supp. 337 Robortello restored ὄνοιτο.2 bid for, purchase the farming of public taxes or properties,λ ταλάντων And.1.134
, Lys.7.2 (in part. [tense] pf. [voice] Pass. with trans. sense);τέλη παρὰ τῆς πόλεως X.Vect.4.19
, etc.;ὠ. μέταλλα D.19.293
;τὸν ἐωνημένον τὴν ἰλὺν ἐκκομίσασθαι IG12.94.20
, cf.ὠνή 11
.3 buy off, avert by giving hush-money,ὠ. τὸν κίνδυνον D.38.20
; τὰ ἐγκλήματα ib.8; ταλάντου τὸ πλημμέλημα (i.e. its penalty)παρά τινος Luc.Herm.81
.4 ὠ. τινα to buy a person, of one who bribes, D.18.247;ὠνεῖται καὶ διαφθείρει τινάς Id.9.45
, cf. Plu.Phil.15.II sts. used as [voice] Pass., dub. in [tense] pres. since [ ὠνούμενά τε καὶ πιπρασκόμενα] is interpol. in Pl.Phd. 69b; occasionally in [tense] pf., part. , Is.11.42, D.19.209 (but indic.ἐώνηνται Anon.
ap. Arist.Rh. 1410a19 is [voice] Act. in sense): [tense] plpf. (troch.); also in [tense] aor.ἐωνήθην X.Mem.2.7.12
,ὠνηθῇ Id.Vect.4.19
; part.ὠνηθείς Is.6.19
, Pl.Sph. 224a, Lg. 850a.III [voice] Act. [tense] pf. part. ἐωνηκώς, = ἐωνημένος, Lys.Fr.135S.: [tense] aor. ὠνῆσαι· ἀγοράσαι, Zonar.: [tense] pres. ὠνεῖν· πωλεῖν, ἀπολαύειν, Hsch.: the sense πωλεῖν is Cretan, ὠνῆν τὰ χρήματα they shall sell the property, Leg.Gort.5.47; αἰ δέ τις.. τὸ νόμισμα μὴ λείοι δέκετθαι ἢ καρπῶ ὠνίοι if any one refuses the currency or sells for produce, SIG525.8 (Crete, iii B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὠνέομαι
См. также в других словарях:
Κορίνθου, Σικυώνος, Ζεμενού, Ταρσού και Πολυφέγγους, Ιερά Μητρόπολη — Μητρόπολη με έδρα την Κόρινθο. Στη δικαιοδοσία της υπάγονται 165 ενοριακοί ναοί, στους οποίους υπηρετούν 166 κληρικοί. Για την πλέον άρτια και εύρυθμη περιφερειακή οργάνωση έχουν οριστεί οι αρχιερατικές επιτροπείες Κορίνθου, Σικυώνος, Βόχας,… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Κορίνθου — Το Αρχαιολογικό Μουσείο της Κορίνθου, που βρίσκεται στη νοτιοδυτική πλευρά του αρχαιολογικού χώρου, χτίστηκε το 1931 από την Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών, με δωρεά της Ada Small Moore. Μέσα από τα ευρήματα της αξιόλογης συλλογής που… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Ιστορικό και Λαογραφικό Κορίνθου — Το Ιστορικό και Λαογραφικό Μουσείο Κορίνθου ιδρύθηκε το 1976, από την Κορίνθια Αλκμήνη Γαρταγάνη Πετροπούλου. Άρχισε να λειτουργεί το 1988, σε ένα νεόδμητο ιδιόκτητο κτίριο, το οποίο χτίστηκε με βάση τα αρχιτεκτονικά σχέδια του ακαδημαϊκού Σόλωνα … Dictionary of Greek
Κόρινθος — Πόλη (υψόμ. 10 μ., 29.787 κάτ.) και πρωτεύουσα του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στον μυχό του Κορινθιακού κόλπου, στην εθνική οδό Αθηνών Πατρών, σε απόσταση 84 χλμ. από την Αθήνα. Αποτελεί έδρα του δήμου Κορινθίων. Ιδρύθηκε το 1858, όταν… … Dictionary of Greek
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
Λέχαιο — Παράλια κωμόπολη (υψόμ. 10 μ., 3.952 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στην ακτή του Κορινθιακού κόλπου, 8 χλμ. Δ της Κορίνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Άσσου Λεχαίου. Μέχρι το 1928 ονομαζόταν Κολομπότσι. Αποτελεί αξιόλογο παραθεριστικό… … Dictionary of Greek
Σικυών — I Αρχαία πόλη της βορειοανατολικής Πελοποννήσου, κοντά στο σημερινό Κιάτο (του οποίου ο δήμος ονομάζεται δήμος Σικυώνας· υπάρχει επίσης και σημερινό χωριό με το όνομα Σικυών) στην περιοχή της Σικυωνίας. Η αρχαία Σικυωνία στη βόρεια πλευρά της… … Dictionary of Greek
πάτρα — Πόλη της Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Αχαΐας της περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας. Ο δήμος Πατρέων περιλαμβάνει, εκτός από τον ομώνυμο δήμο, και τις κοινότητες Ελικίστρας, Μοίρας και Σουλίου. Τρίτη πόλη της Ελλάδας από άποψη πληθυσμού, μετά την… … Dictionary of Greek
Μέγαρα — Πόλη (23.032 κάτ.) του νομού Αττικής. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου της νομαρχίας Δυτικής Αττικής. Ο δήμος αποτελεί το δεύτερο μεγάλο πτηνοτροφικό κέντρο της Ελλάδας, μετά την Εύβοια. Το αρχαίο κράτος των Μεγάρων. Η αρχαία πόλη των Μ. όπως… … Dictionary of Greek
Κορινθιακός κόλπος — Θαλάσσια λωρίδα που εκτείνεται μεταξύ της Στερεάς Ελλάδας προς Β, της Πελοποννήσου προς Ν, του στενού Ρίου Αντιρρίου προς Δ και των ισθμών των Μεγάρων και της Κορίνθου προς Α. Ως δυτική προέκτασή του λαμβάνεται ο Πατραϊκός κόλπος, μέσω του οποίου … Dictionary of Greek
Ακροκόρινθος — Η ακρόπολη της αρχαίας Κορίνθου και από τις πιο οχυρωμένες ελληνικές ακροπόλεις. Από πολύ νωρίς, γύρω στο 1000 π.Χ., όταν άρχισε να διαμορφώνεται στη βορειοανατολική πλαγιά του ο συνοικισμός που εξελίχθηκε στην πόλη Κόρινθο των ιστορικών χρόνων,… … Dictionary of Greek